βιαστής

βιαστής
ο (AM βιαστής)
νεοελλ.
αυτός που διαπράττει το αδίκημα του βιασμού
αρχ.-μσν.
όποιος χρησιμοποιεί βία
μσν.
επόπτης, επιστάτης
αρχ.
ισχυρός, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βιάζομαι «καταβάλλω κάποιον με τη δύναμή μου, χρησιμοποιώ βία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιαστής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαστής — ο θηλ. βιάστρια αυτός που χρησιμοποιεί βία για να ασελγήσει: Ο βιαστής του μικρού κοριτσιού συνελήφθη έπειτα από εξονυχιστική έρευνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιασταῖς — βιαστής masc dat pl βιαστός violent fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιασταί — βιαστής masc nom/voc pl βιαστός violent fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαστοῦ — βιαστής masc gen sg βιαστός violent masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαστήν — βιαστής masc acc sg (attic epic ionic) βιαστός violent fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαστῶν — βιαστής masc gen pl βιαστός violent fem gen pl βιαστός violent masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαστάς — βιαστά̱ς , βιαστής masc acc pl βιαστά̱ς , βιαστής masc nom sg (epic doric aeolic) βιαστά̱ς , βιαστός violent fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԲՈՒՌՆ — (բռին կամ բռան, ամբ. բռունք, ռանց, ռամբք.) NBH 1 512 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. δράξ pugillus, brancata Ափ ձեռին ամփոփեալ. ձեռն բռնօղ կամ ըմբռնօղ զիմն. բուռ. ավուճ. ... *Որչափ բռամբ մի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”